- ἐναποδείκτως
- ἐναπο-δείκτως, Adv.A demonstrably, PMasp.151.180 (vi A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εναπόδεικτος — ἐναπόδεικτος, ον (Α) αυτός που γίνεται φανερός με αποδείξεις, αποδεδειγμένος, σαφής, φανερός, εναργής («τὰς ἐναποδείκτους τοῡ δεσπότου φωνάς», Αθανάσ.). επίρρ... ἐναποδείκτως αποδεδειγμένως, σαφώς, φανερά … Dictionary of Greek